- ὑστερολόγος
- ὑστερο-λόγος, ον,A speaking last: esp. the actor who plays the last part, opp. πρωτολόγος, Teles p.5H.codd.Stob. (δευτερολόγος Meineke, prob. rightly).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερολόγος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μιλά τελευταίος 2. (ειδικά) ο ηθοποιός που εμφανίζεται τελευταίος στην σκηνή, που παίζει το τελευταίο μέρος τού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + λόγος*] … Dictionary of Greek
ὑστερολόγου — ὑστερολόγος speaking last masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
υστερολογία — η / ὑστερολογία, ΝΜΑ [ὑστερολόγος] (ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο νεοελλ. 1. προσθήκη που γίνεται μετά το τέλος ή στο τέλος τού λόγου, επίλογος 2. (κατ επέκτ.) καθετί που λέγεται ανεπίσημα μετά το τέλος μιας συζήτησης αρχ. ο λόγος τού… … Dictionary of Greek
υστερολογώ — έω, Ν [υστερολόγος] 1. μιλώ τελευταίος 2. προσθέτω κάτι στο τέλος τού λόγου μου για να ενισχύσω τα όσα έχω πει … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek